αγκαζάρισμα

αγκαζάρισμα
το [αγκαζάρω]
1. ανάληψη υποχρεώσεως για την εκτέλεση έργου
2. απόκτηση προτεραιότητας σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγκαζάρω — 1. δεσμεύω κάποιον με πρόσκληση, την οποία αποδέχτηκε, ή αποσπώντας εκ τών προτέρων την υπόσχεση του 2. αποκτώ δικαιώματα προτεραιότητας 3. προαγοράζω, καπαρώνω, εξασφαλίζω για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. engage (= δεσμευμένος) + παραγ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”